- πεπίστευκα
- поверилая поверил
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
πεπίστευκα — πιστεύω trust perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπιστεύκασι — πεπιστεύκᾱσι , πιστεύω trust perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπιστεύκασιν — πεπιστεύκᾱσιν , πιστεύω trust perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπίστευκ' — πεπίστευκα , πιστεύω trust perf ind act 1st sg πεπίστευκε , πιστεύω trust perf imperat act 2nd sg πεπίστευκε , πιστεύω trust perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)